- κατασημαντικός
- κατασημαντικός, -ή, -όν (Α)αυτός που δείχνει κάτι καθαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σημαντικός (< σημαίνω «συμβολίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασημαντικόν — κατασημαντικός marking distinctly masc acc sg κατασημαντικός marking distinctly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)